„τσάκιση“: θηλυκό τσάκιση [ˈtsakjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Knick, Kniff, Falte (Bügel-)Falteθηλυκό | Femininum, weiblich f τσάκιση πτυχή Knickαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσάκιση πτυχή Kniffαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσάκιση πτυχή τσάκιση πτυχή ejemplos τσάκιση σελίδας Eselsohrουδέτερο | Neutrum, sächlich n τσάκιση σελίδας