„τρωικός“ τρωικός [troiˈkos], τρωική, τρωικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) trojanisch trojanisch τρωικός τρωικός ejemplos ο τρωικός πόλεμος der Trojanische Krieg ο τρωικός πόλεμος