„τρυφερός“ τρυφερός [trifeˈros], τρυφερή, τρυφερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) zärtlich, liebevoll, zart zärtlich, liebevoll τρυφερός στοργικός τρυφερός στοργικός zart τρυφερός απαλός τρυφερός απαλός