„τροχασμός“: αρσενικό τροχασμός [troxazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Trab Trabαρσενικό | Maskulinum, männlich m τροχασμός τροχασμός