τροφοδότης
[trofoˈðotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Lieferantαρσενικό | Maskulinum, männlich mτροφοδότηςτροφοδότης
ejemplos
- τροφοδότης χαρτιούPapiereinzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m