„τροφαντός“ τροφαντός [trofanˈdos], τροφαντή, τροφαντόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) drall drall τροφαντός τροφαντός