τροποποίηση
[tropoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Abänderungθηλυκό | Femininum, weiblich fτροποποίηση αλλαγήModifikationθηλυκό | Femininum, weiblich fτροποποίηση αλλαγήτροποποίηση αλλαγή
ejemplos
- τροποποίηση του γερμανικού συντάγματοςGrundgesetzänderungθηλυκό | Femininum, weiblich f