τροπικός
[tropiˈkos], τροπική, τροπικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- tropischτροπικός κλίματροπικός κλίμα
- Modal-τροπικός γραμματική | Grammatikγραμμτροπικός γραμματική | Grammatikγραμμ
ejemplos
- τροπικές χώρεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplTropenπληθυντικός | Plural pl
- τροπική ασθένειαθηλυκό | Femininum, weiblich fTropenkrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τροπικό κλίμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nTropenklimaουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos