„τρομπάρω“: μεταβατικό ρήμα τρομπάρω [tromˈbaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α/-ισα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) pumpen (auf)pumpen τρομπάρω τρομπάρω