τρομερός
[tromeˈros], τρομερή, τρομερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- schrecklich, entsetzlich, fürchterlichτρομερόςτρομερός
- fantastisch, gewaltigτρομερός φανταστικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτρομερός φανταστικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ