„τριαντάφυλλο“: ουδέτερο τριαντάφυλλο [trianˈdafilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Rose Roseθηλυκό | Femininum, weiblich f τριαντάφυλλο τριαντάφυλλο