„τραύλισμα“: ουδέτερο τραύλισμα [ˈtravlizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Stottern, Stammeln Stotternουδέτερο | Neutrum, sächlich n τραύλισμα τραύλισμα Stammelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n τραύλισμα ψέλλισμα τραύλισμα ψέλλισμα