τραχύτητα
[traˈçitita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Rauheitθηλυκό | Femininum, weiblich fτραχύτητατραχύτητα
- Schroffheitθηλυκό | Femininum, weiblich fτραχύτητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτραχύτητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ