„τραυματίζω“: μεταβατικό ρήμα τραυματίζω [travmaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verwunden, verletzen verwunden, verletzen τραυματίζω ιατρική | Medizinιατρ τραυματίζω ιατρική | Medizinιατρ ejemplos τραυματίζω έναν μυ sich einen Muskel zerren τραυματίζω έναν μυ τραυματίζω πυροβολώντας anschießen τραυματίζω πυροβολώντας