„τραμπούκος“: αρσενικό τραμπούκος [tramˈbukos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schläger Schlägerαρσενικό | Maskulinum, männlich m τραμπούκος τραμπούκος