τρίψιμο
[ˈtripsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Reibenουδέτερο | Neutrum, sächlich nτρίψιμοτρίψιμο
- Einreibungθηλυκό | Femininum, weiblich fτρίψιμο ιατρική | Medizinιατρ εντριβήτρίψιμο ιατρική | Medizinιατρ εντριβή
- Abnutzungθηλυκό | Femininum, weiblich fτρίψιμο φθοράτρίψιμο φθορά