τρίβομαι
[ˈtrivome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich abnutzen, verschleißenτρίβομαι φθείρομαιτρίβομαι φθείρομαι
- sich einreibenτρίβομαι ιατρική | Medizinιατρ κάνω εντριβήτρίβομαι ιατρική | Medizinιατρ κάνω εντριβή