τρέφω
[ˈtrefo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <έθρεψα; θράφηκα; θρεμμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ernährenτρέφω δίνω τροφήτρέφω δίνω τροφή
- hegenτρέφω ελπίδα, αισθήματατρέφω ελπίδα, αισθήματα
- ernähren, unterhaltenτρέφω συντηρώ, κ. οικογένειατρέφω συντηρώ, κ. οικογένεια
ejemplos
- τρέφω ελπίδεςsich Hoffnungen machen
- τρέφω σκέψεις εκδίκησηςRachegedanken hegen