„τρέξιμο“: ουδέτερο τρέξιμο [ˈtreksimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Rennen, Laufen Rennenουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρέξιμο Laufenουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρέξιμο τρέξιμο ejemplos τρεξίματα Laufereienπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl τρεξίματα