τράχηλος
[ˈtraçilos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Nackenαρσενικό | Maskulinum, männlich mτράχηλος ανατομία | Anatomieαναττράχηλος ανατομία | Anatomieανατ
ejemplos
- τράχηλος της μήτραςMuttermundαρσενικό | Maskulinum, männlich m