„τιρκουάζ“: επίθετο, ως επίθετο τιρκουάζ [tirkˈuaz]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) türkis türkis τιρκουάζ τιρκουάζ ejemplos τιρκουάζ χρώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Türkisουδέτερο | Neutrum, sächlich n τιρκουάζ χρώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n