τιμητικός
[timitiˈkos], τιμητική, τιμητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ehrenvollτιμητικόςτιμητικός
ejemplos
-
- τιμητική φρουράθηλυκό | Femininum, weiblich fEhrengardeθηλυκό | Femininum, weiblich fEhrenwacheθηλυκό | Femininum, weiblich fSpalierουδέτερο | Neutrum, sächlich n