τηλεφωνικός
[tilefoniˈkos], τηλεφωνική, τηλεφωνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- telefonisch, Telefon-τηλεφωνικόςτηλεφωνικός
ejemplos
- τηλεφωνικά τέληπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplTelefongebührθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τηλεφωνική γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich fTelefonleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τηλεφωνική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich fGesprächseinheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos