„τζίρος“: αρσενικό τζίρος [ˈdziros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m οικείο | umgangssprachlichοικ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Umsatz Umsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m τζίρος εισπράξεις τζίρος εισπράξεις