„τεχνητός“ τεχνητός [texniˈtos], τεχνητή, τεχνητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) künstlich, Kunst- künstlich, Kunst- τεχνητός μη φυσικός τεχνητός μη φυσικός ejemplos τεχνητά δόντιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Zahnersatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεχνητά δόντιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl τεχνητή αναπνοήθηλυκό | Femininum, weiblich f künstliche Atmungθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνητή αναπνοήθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνητή γονιμοποίησηθηλυκό | Femininum, weiblich f künstliche Befruchtungθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνητή γονιμοποίησηθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνητή οδοντοστοιχίαθηλυκό | Femininum, weiblich f Gebissουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνητή οδοντοστοιχίαθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνητή φωλιάθηλυκό | Femininum, weiblich f Nistkastenαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεχνητή φωλιάθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνητό μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Protheseθηλυκό | Femininum, weiblich f Kunstgliedουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνητό μέλοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνητό μετάξιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Kunstseideθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνητό μετάξιουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνητό οφσάιντουδέτερο | Neutrum, sächlich n Abseitsfalleθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνητό οφσάιντουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνητό φωςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Kunstlichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνητό φωςουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνητό χιόνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Kunstschneeαρσενικό | Maskulinum, männlich m τεχνητό χιόνιουδέτερο | Neutrum, sächlich n ocultar ejemplosmostrar más ejemplos