τεντώνω
[tenˈdono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- spannenτεντώνω σχοινίτεντώνω σχοινί
- (aus)strecken, recken, (aus)dehnenτεντώνω απλώνωτεντώνω απλώνω
- spitzenτεντώνω αφτιάτεντώνω αφτιά
ejemplos
- τεντώνω τ’ αφτιά μουaufhorchen, die Ohren spitzen