τελειοποίηση
[telioˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vervollkommnungθηλυκό | Femininum, weiblich fτελειοποίησηPerfektionierungθηλυκό | Femininum, weiblich fτελειοποίησητελειοποίηση