„τεκμηριωμένος“ τεκμηριωμένος [tekmirioˈmenos], τεκμηριωμένη, τεκμηριωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) fundiert fundiert τεκμηριωμένος τεκμηριωμένος