ταυτόσημος
[tafˈtosimos], ταυτόσημη, ταυτόσημοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- gleichbedeutendταυτόσημος που σημαίνει το ίδιοταυτόσημος που σημαίνει το ίδιο
- identischταυτόσημος όμοιοςταυτόσημος όμοιος