ταλάντευση
[taˈlandefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Schwingungθηλυκό | Femininum, weiblich fταλάντευση ρυθμική κίνησηταλάντευση ρυθμική κίνηση
- Schwankenουδέτερο | Neutrum, sächlich nταλάντευση δισταγμόςταλάντευση δισταγμός
ejemplos
- ταλάντευση εκκρεμούςPendelausschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mPendelschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m