τακτοποιημένος
[taktopiiˈmenos], τακτοποιημένη, τακτοποιημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- geregelt, erledigtτακτοποιημένος κανονισμένοςτακτοποιημένος κανονισμένος
- aufgeräumtτακτοποιημένος δωμάτιοτακτοποιημένος δωμάτιο
- beglichenτακτοποιημένος οικονομία | Wirtschaftοικοντακτοποιημένος οικονομία | Wirtschaftοικον