τέκνο
[ˈtekno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kindουδέτερο | Neutrum, sächlich nτέκνο νομικός όρος | Rechtswesenνομ θρησκεία | Religionθρησκτέκνο νομικός όρος | Rechtswesenνομ θρησκεία | Religionθρησκ