„τάφος“: αρσενικό τάφος [ˈtafos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Grab Grabουδέτερο | Neutrum, sächlich n τάφος τάφος ejemplos είμαι τάφος wie ein Grab schweigen είμαι τάφος είναι με το ένα πόδι στον τάφο er/sie steht schon mit einem Bein im Grab είναι με το ένα πόδι στον τάφο θα με στείλεις στον τάφο οικείο | umgangssprachlichοικ du bringst mich noch unter die Erde θα με στείλεις στον τάφο οικείο | umgangssprachlichοικ θα με στείλεις στον τάφο οικείο | umgangssprachlichοικ ins Grab θα με στείλεις στον τάφο οικείο | umgangssprachlichοικ ocultar ejemplosmostrar más ejemplos