σύγκριση
[ˈsiŋgrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vergleichαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύγκρισησύγκριση
- Abgleichαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύγκριση αρχείων, δεδομένωνσύγκριση αρχείων, δεδομένων
ejemplos
- σε σύγκρισηim Vergleich (με zu, mit)
-
- σύγκριση τιμώνPreisvergleichαρσενικό | Maskulinum, männlich m