„σωματώδης“ σωματώδης [somaˈtoðis], σωματώδης, σωματώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) korpulent, beleibt korpulent, beleibt σωματώδης σωματώδης