„σωματοφυλακή“: θηλυκό σωματοφυλακή [somatofilaˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Leibgarde, Leibwache Leibgardeθηλυκό | Femininum, weiblich f σωματοφυλακή Leibwacheθηλυκό | Femininum, weiblich f σωματοφυλακή σωματοφυλακή