σχισμή
[sçizˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Rissαρσενικό | Maskulinum, männlich mσχισμή σε χαρτί, επιφάνειασχισμή σε χαρτί, επιφάνεια
- Spalt(e)Maskulinum mit Femininendung in Klammern m(f)σχισμή μακρόστενο άνοιγμαRitzeθηλυκό | Femininum, weiblich fσχισμή μακρόστενο άνοιγμαSchlitzαρσενικό | Maskulinum, männlich mσχισμή μακρόστενο άνοιγμασχισμή μακρόστενο άνοιγμα
- Fissurθηλυκό | Femininum, weiblich fσχισμή ιατρική | Medizinιατρσχισμή ιατρική | Medizinιατρ
ejemplos
- σχισμή βράχουFelsspalteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σχισμή κερματοδέκτηMünzeinwurfαρσενικό | Maskulinum, männlich m