„σχεδιάγραμμα“: ουδέτερο σχεδιάγραμμα [sçeðiˈaɣrama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Plan, Grundriss Planαρσενικό | Maskulinum, männlich m σχεδιάγραμμα Grundrissαρσενικό | Maskulinum, männlich m σχεδιάγραμμα σχεδιάγραμμα