σφυρίχτρα
[sfiˈrixtra]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (Triller-)Pfeifeθηλυκό | Femininum, weiblich fσφυρίχτρασφυρίχτρα
- Heulerαρσενικό | Maskulinum, männlich mσφυρίχτρα πυροτέχνημασφυρίχτρα πυροτέχνημα
ejemplos
- σφυρίχτρα ομίχλης ναυτικός όρος | Nautik, SchifffahrtναυτNebelhornουδέτερο | Neutrum, sächlich n