σφραγίδα
[sfraˈjiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Stempelαρσενικό | Maskulinum, männlich mσφραγίδασφραγίδα
- Siegelουδέτερο | Neutrum, sächlich nσφραγίδα για να κλείσει, βουλλώσεισφραγίδα για να κλείσει, βουλλώσει
ejemplos
- σφραγίδα εισόδουEingangsstempelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σφραγίδα ημερομηνίαςDatumsstempelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σφραγίδα ποιότητας οικονομία | WirtschaftοικονGütesiegelουδέτερο | Neutrum, sächlich n