σφιχτός
[sfixˈtos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, σφιχτή, σφιχτόVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- σφιχτός
- straffσφιχτός δέρμασφιχτός δέρμα
- hartσφιχτός σκληρόςσφιχτός σκληρός
- geizigσφιχτός τσιγγούνης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσφιχτός τσιγγούνης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- klemmendσφιχτός πόρτασφιχτός πόρτα
ejemplos
- νδένω σφιχτά
-