„συνοδεύω“: μεταβατικό ρήμα συνοδεύω [sinoˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ευμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) begleiten begleiten συνοδεύω συνοδεύω ejemplos συνοδεύω μέσα hereinführen συνοδεύω μέσα