„συννεφιασμένος“ συννεφιασμένος [sinefjazˈmenos], συννεφιασμένη, συννεφιασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bewölkt, wolkig bewölkt, wolkig συννεφιασμένος συννεφιασμένος