συνημμένος
[siniˈmenos], συνημμένη, συνημμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- beiliegend, beigefügtσυνημμένος σε επιστολήσυνημμένος σε επιστολή
- angehängtσυνημμένος για ηλεκτρονικό γράμμασυνημμένος για ηλεκτρονικό γράμμα