συνεχής
[sineˈçis], συνεχής, συνεχέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ständig, andauernd, fortwährendσυνεχήςσυνεχής
ejemplos
- συνεχές πυρουδέτερο | Neutrum, sächlich n στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατDauerfeuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- συνεχής βόμβοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, TelekommunikationτηλεφDauertonαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συνεχής παραγωγήθηλυκό | Femininum, weiblich fFließbandproduktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos