συνδικάτο
[sinðiˈkato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gewerkschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνδικάτοσυνδικάτο
- Syndikatουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυνδικάτο ειδικοί σύλλογοισυνδικάτο ειδικοί σύλλογοι