„συναισθηματικά“: επίρρημα συναισθηματικά [sinesθimatiˈka]επίρρημα | Adverb adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gefühlsmäßig gefühlsmäßig συναισθηματικά συναισθηματικά ejemplos συναισθηματικά φορτισμένος emotionsgeladen συναισθηματικά φορτισμένος