„συνάγω“: μεταβατικό ρήμα συνάγω [siˈnaɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) schließen, folgern schließen, folgern (από aus) συνάγω συνάγω