συμφραζόμενα
[simfraˈzomena]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Zusammenhangαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυμφραζόμενασυμφραζόμενα