συμπληρωματικός
[simbliromatiˈkos], συμπληρωματική, συμπληρωματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ergänzend, zusätzlich, Zusatz-συμπληρωματικόςσυμπληρωματικός
ejemplos
- συμπληρωματική πρότασηθηλυκό | Femininum, weiblich f γραμματική | GrammatikγραμμErgänzungssatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συμπληρωματικό χρώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nKomplementärfarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συμπληρωματικός προϋπολογισμόςουδέτερο | Neutrum, sächlich n πολιτική | PolitikπολιτNachtragshaushaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos